οπλοπώλης

οπλοπώλης
ο
έμπορος όπλων πωλητής όπλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχειο-πώλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπλοπώλης — ο αυτός που πουλάει όπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • οπλοπωλείο — το κατάστημα πώλησης όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὁπλοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • τουφεξής — ο πληθ. ήδες, και ντουφεξής, ο 1. οκατασκευαστής ή πουλητής τουφεκιών, οπλοπώλης. 2. στρατιώτης οπλισμένος με τουφέκι: Ένα τάγμα Τούρκοι τουφεξήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”